Tabs: Blog | About Us |

8.7.07

Άλλος για ... Κιριμπάτι

Μαγικό έτος 1999.
Τον περίμενα στο αεροδρόμιο. Ήξερα μόνο ότι φοράει καφέ δερμάτινο μπουφάν και κρατάει ένα μεγάλο πράσινο ντοσιέ. Έτσι μου είπε στο τηλέφωνο πριν ξεκινήσει από την Αθήνα. Στεκόμουν στην είσοδο του αεροδρομίου αβέβαιη για το αν θα καταφέρω να τον εντοπίσω. Με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση.
Το σκηνικό ήταν εντελώς παράξενο: είχα βαλθεί ως καλή Σαμαρείτισσα να εξυπηρετήσω μία φίλη που κρεβατώθηκε ξαφνικά με ίωση. Έπρεπε λοιπόν, να παραλάβω από το αεροδρόμιο τον μυστηριώδη κύριο για λογαριασμό της και να τον μεταφέρω σε μία Δημόσια Υπηρεσία στο Ρέθυμνο. Δέχτηκα πρόθυμα όταν άκουσα τον πανικό της στο τηλέφωνο και την φωνή της που έκδηλα μαρτυρούσε πόσο την είχε ταλαιπωρήσει η ίωση. Στημένη όμως πλέον στο πρωινό βοριαδάκι του αερολιμένα αναθεμάτιζα τις καλοσύνες μου. Και η ιδέα να τον βάλω στο πρώτο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για Ρέθυμνο μου φαινόταν πολύ προτιμότερη.

Κάτι τέτοια σκεφτόμουν όταν με πλησίασε. Μία συμπαθητική χαμογελαστή φατσούλα που δεν σε προδιέθεται με τίποτα για τον "τρομερό μεγαλόσχημο προϊστάμενο" του οποίου η άφιξη είχε πανικοβάλλει την φίλη μου. Ευγενικός σε .. βαθμό κακουργήματος. Τόσο που ξέχασα κάθε σκέψη για ΚΤΕΛ και πήραμε το δρόμο για το Ρέθυμνο together.
Κάπου στη διαδρομή το κινητό μου άρχισε να χτυπάει με την συνήθη του συχνότητα: δηλαδή, συνέχεια. Ζητούσα διαρκώς συγνώμη και στη λήξη κάθε τηλεφωνήματος έβγαινα όλο και πιο αγχωμένη για όσα .. έτρεχαν στην καθημερινότητα, ενώ εγώ τους ξέφευγα -υποτίθεται- κατά Ρέθυμνο μεριά.
Κάποια στιγμή χαμογέλασε συγκαταβατικά και μου είπε:
- Ζούσα για χρόνια έτσι. Αγχωμένος με την δουλειά, αγχωμένος με τη ζωή, αγχωμένος με όλα. Μέχρι που πήγα στο ... Κιριμπάτι.
Σαν κάτι να μου θύμιζε το όνομα αλλά ζήτησα .. διευκρινήσεις.


Και τότε οι αφηγήσεις του ξεχύθηκαν σαν ποταμός. Η Υπηρεσία την οποία επόπτευε είχε αναλάβει ένα έργο εκεί, για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το Κιριμπάτι είναι ένα σύμπλεγμα νησιών κοραλλιογενούς προέλευσης στην καρδιά του Ειρηνικού, παρακαταθήκη των εξερευνήσεων του Κάπταιν Κουκ.
"Ζω τρία χρόνια στο Κιριμπάτι κι εκεί ο χρόνος μετράει αλλιώς, μου είπε. Το μόνο ρούχο που χρειάζεται κανείς είναι το μαγιώ του. Οι ντόπιοι ψαρεύουν νωρίς και τις υπόλοιπες ώρες τις περνούν στη θάλασσα. Οι γιορτές και τα τραγούδια είναι καθημερινό χάπενινγκ. Ζωή παραδεισένια".
Άρχισε να μου περιγράφει πανέμορφες ακρογιαλιές, φιλικούς ανθρώπους, εξωτικά φρούτα, παράξενα ψάρια, καλύβες ιθαγενών και μία καθημερινότητα που απαιτούσε μόλις τα απαραίτητα. Δηλαδή, αυτά που εμείς λέμε πια "ποιοτικό χρόνο". Καλό φαγητό, καλή παρέα, χαλάρωση, διάβασμα, βόλτες στην παραλία και διασκέδαση.
"Όλες οι αποσκευές μου θα είναι πάλι βιβλία" μονολογούσε. "Στο Κιριμπάτι διαβάζω πολύ, καθώς δεν έχουμε τηλεόραση και το νυχτερινό μπάνιο δεν το πολυθέλω. Άλλωστε, και ρούχα δεν έχει νόημα να κουβαλάω. Με ένα μαγιώ περιφερόμαστε όλοι εκεί".

Σιγά σιγά με συνεπήρε με τις αφηγήσεις του. Καταβρόχθιζα τα χιλιόμετρα της εθνικής και με σκεφτόμουν με φούστα χούλα χουπ στο Κιριμπάτι και γαρύφαλλο στ' αυτί (κιριμπατογαρύφαλλο, για να εξηγούμαι) να χορεύω ξυπόλητη στην παραλία, με άγριες τελετουργικές κινήσεις στο σημείο που μόλις θα 'χα θάψει το κινητό μου.
Όταν φτάσαμε στο Ρέθυμνο και πήγαμε στην υπηρεσία του, έβγαλε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες κι άρχισε να με ξεναγεί στον .. παράδεισό. Μαγεύτηκα. Καταγάλανα νερά και χαμογελαστές ηλιοκαμμένες φάτσες. Επιστρέψαμε στο Ηράκλειο και σε όλη την διαδρομή τον έβαλα μαζωχιστικά να συνεχίσει τις Κιριμπάτιες ιστορίες του.
Πήγαμε για φαγητό στου φίλου μου του Μηνά (μέγας χαβαλετζής και θυμόσοφος). Γρήγορα ήρθε να καθίσει μαζί μας και ... κόλλησε κι αυτός με όσα άκουσε. Κάτι το κρασάκι, κάτι που η μέρα τέλειωνε, βρεθήκαμε γρήγορα να ενώνουμε τραπέζια και να μαζεύονται φίλοι και γνωστοί τριγύρω. Και στη μέση της συζήτησης μόνιμα πλέον θρονιασμένο το ... Κιριμπάτι.
Άλλος να ρωτάει πληθυσμό, άλλος γεωγραφική θέση, άλλος ιστορία. Κι ο νεόφερτος συνδαιτημόνας μας να 'χει απαντήσεις για όλα. Είχαμε αρχίσει πια να τον κοιτάζουμε με ζήλια. Με την καλή έννοια, που λέει κι ο Θέμος.


Ώσπου, ξαφνικά τον πήρε το παράπονο.
"Δεν θέλω να ξαναγυρίσω, ρε παιδιά στο Κιριμπάτι" είπε κάποια στιγμή απροσδόκητα.
Κόκκαλο η ομύγυρη!! "Γιατί, καλέ μου άνθρωπε? αρχίσαμε να ρωτάμε παραξενεμένοι. Το δικό μας όνειρο είχε πάρει σάρκα και οστά κείνη την ώρα μέσα από τις αφηγήσεις του. Ένας τόπος χωρίς άγχη, υπέρμετρους καταναλωτισμούς και πλουτισμούς, χωρίς τηλεόραση, χωρίς κινητά, χωρίς ... όσα μας τρέχουν και μας κατατρέχουν. Κι αυτός ο Χριστιανός δεν ήθελε να γυρίσει?
- Έχει λάκκο η φάβα? τον ρωτούσαμε.
- Τι δεν πάει καλά με το Κιριμπάτι?
- Τι μας έκρυψες?
- Μήπως τα παραφούσκωσες?
- Όχι, βρε παιδιά. Όπως σας τα λέω είναι. Αλλά ζω ολομόναχος σε ένα σπίτι με 22 δωμάτια. Νοσταλγώ να μιλήσω ελληνικά. Θέλω φίλους .. έλληνες, να πω αστεία κι ανέκδοτα στη γλώσσα μου. Να πιω κρασί και να χορέψω ζεϊμπεκιές κι ανάθεμά το για Κιριμπάτι, όλα τα καλά του κόσμου έχει, αλλά έλληνες δεν έχει. Να, τώρα δα να μου λέγατε ότι έρχεστε να πάμε όλοι μαζί εκεί ... έτσι όπως είμαστε .. δεν με ένοιαζε να ζήσω μία ζωή στο Κιριμπάτι. Αλλά μόνος δεν θέλω να ξαναγυρίσω".

Πιάσαμε να τον παρηγορούμε και να του τάζουμε. Μισοαστεία και μισοσοβαρά. Μέχρι που ο Μηνάς πήρε το μπλοκάκι των παραγγελιών κι έγραψε στο πάνω μέρος: ΑΛΛΟΣ ΓΙΑ ΚΙΡΙΜΠΑΤΙ. Από κάτω βάλθηκε να συγκεντρώνει τα ονόματά μας. Κι έπειτα μας έβαλε να υπογράψουμε το ΥΠΟΣΧΕΤΙΚΟ. "Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι δηλώνουμε με πάσα ειλικρίνεια -και μετά από σφοδρή κρασοκατάνυξη- ότι θα μεταναστεύσουμε ομαδικώς στο Κιριμπάτι σύντομα". Πέσανε οι τζίφρες κι ο καινούριος φίλος μας το δίπλωσε και το βαλε ευλαβικά στην τσέπη του.
Μας μοίρασε τηλέφωνα και διευθύνσεις αλληλογραφίας κι έφυγε.

Πέρασαν μήνες και το "ΑΛΛΟΣ ΓΙΑ ΚΙΡΙΜΠΑΤΙ" έγινε συνώνυμο κάθε ανάγκης μας για απόδραση. Τηλεφωνούσαμε ο ένας στον άλλο κι όταν τα πράγματα ήταν ζόρικα λέγαμε: Δεν αντέχω, την κάνουμε για Κιριμπάτι?
Την Πρωτοχρονιά του Μιλλένιουμ πήρα μία κάρτα που έλεγε "Μέσα στον νέο αιώνα που μπαίνει θα σας περιμένω". Είχε μία παραλία μπροστά από αυτές που σου κλείνουν το μάτι και σου λένε ναζιάρικα "Κορόιδο, η ζωή είναι .. αλλού".

Στην Ολυμπιάδα του 2004 βρέθηκα από εσωτερική παρόρμηση να ζητωκραυγάζω έξαλλα με το μοναδικό χρυσό, που κέρδισε ένας νταλικέρης για λογαριασμό του Κιριμπάτι. Ναι, νταλικέρης. Το επάγγελμα "αθλητής" δεν έχει εφευρεθεί ακόμη εκεί. Βάλθηκα εκείνες τις μέρες να αναπολώ το Κιριμπάτι που δεν .. είδα. Κι έπειτα, καθώς η παρέα των "υπογραφών" σκορπίστηκε, το ξέχασα σιγά σιγά.
Μέχρι που μόλις χθες κάποιος άρχισε να μου λέει το πιο τρελό του σχέδιο: ένα από αυτά που φτιάχνουμε τις Τσαγκαροδευτέρες, έτοιμοι σαν τον Χόρν και την Λαμπέτη να αποδράσουμε από το γραφείο μας. Κάτι ιslands στην άκρη του πουθενά αναπολούσε κι εκείνος. ΑΛΛΟΣ ΓΙΑ ΚΙΡΙΜΠΑΤΙ σκέφτηκα αυθόρμητα :-)))


* Στον Μηνά που 'βαζε πάντα την κατάλληλη μουσική επένδυση στα όνειρά μας.


Oistros

Υ.Γ. Το "Φιλοξενείο" θα παραμείνει κλειστόν λόγω θερινών διακοπών. Το Κιριμπάτι παραμένει πάντα μία καλή σκέψη :) Καλή αντάμωση το Φθινόπωρο

Ετικέτες


Permalink για το "Άλλος για ... Κιριμπάτι"

30.6.07

Κλείσε τα μάτια για να δεις

Με κούρασες. Κάθε φορά που ανοίγεις τα μάτια σου ένα αόρατο χέρι κλείνει τα δικά μου. Έτσι όπως περπατάς, με φούρια και βιασύνη, ο κόσμος στο πέρασμά σου αλλοιώνεται, θολαίνει και παραμορφώνεται μέχρι που για σένα από την πολλή ταχύτητα μεταμορφώνεται σ’ ένα ολόλευκο σεντόνι. Όχι όμως και για μένα. Τα χρώματα τούτου του κόσμου που τόσο καιρό σε παρακαλώ γονατιστή να δεις, πλέον δεν σε συγκινούν. Στάσου λίγο ακίνητος. Μην τρέχεις. Πες μου παραμύθια όπως παλιά. Αυτά για την αγάπη, για τη σωτηρία μας, μη φεύγεις. Μίλα μου. Πες μου γι’ αυτά που σ’ έχουν κάνει να τρέχεις μακριά από εμένα. Έτσι όπως μ’ αφήνεις στο σκοτάδι μ’ ένα παλιό τρελό όνειρο μέσα μου κι μια χλωμή φωτογραφία στο χέρι θα τρελαθώ. Μη φεύγεις, δεν μπορώ να σε προφτάσω. Τα άκρα σου έχουν γίνει μια μηχανή που τη λαδώνει η βαβούρα της πόλης. Τρέχουν όλοι, τρέχεις κι εσύ για να μη λέν’ πως έχεις μείνει πίσω και είσαι τόσο ακούραστος που με πονάς. Τσάκισα τα γόνατά μου, έχω ματώσει, δεν μπορώ άλλο πια, με κούρασες, αλλά συνεχίζω μαζί σου. Με σέρνεις πίσω σου σαν το ενοχλητικό χαρτί που κόλλησε στο παπούτσι σου και που προσπαθείς να ξεφορτωθείς. Έτσι με βλέπεις, σαν μια αδυναμία, ένα ελάττωμα που αδυνατείς να κρύψεις. Όσο τρέχεις φθείρομαι, μικραίνω. Τόσο πολύ έχω μικρύνει που πλέον δεν με βλέπεις. Έτσι όπως πορεύεσαι βιαστικός με τόσες σκοτούρες και τόσα βάσανα στο μικρό σου κεφάλι, που να με δεις έτσι μικρή που στέκομαι απέναντί σου. Όλο φεύγεις, όλο τρέχεις, όλο με ξεχνάς παρατημένη, έχοντας και τους φόβους σου εμπρός μου να στέκονται σαν βουνά ανυπέρβλητα που πρέπει εγώ να σκαρφαλώσω μόνη μου για χάρη σου.

Με γέλασες πάλι. Όταν μιλάς η φωνή σου κατεβαίνει μέσα μου σαν τροφή και με χορταίνεις. Όταν μ’ ακούς παύω να φοβάμαι και βρίσκω την ανάσα μου για λίγο. Μερικές φορές μιλάμε και τότε, μόνο τότε, υπάρχω εγώ για σένα. Με σκέφτεσαι, άρα υπάρχω. Ύστερα πάλι με ξεχνάς μονάχη. Όπως τότε στο σινεμά που γελούσαμε αγκαλιά, θυμάσαι; Θυμάσαι εσύ τι έκανες μετά; Με πήγες σπίτι και με κλείδωσες πάλι επ’ έξω. Αυτή η ελαφρότητα του γέλιου που μας ύψωσε στον ουρανό για μια στιγμή, αυτή να ξαναβρούμε. Δεν γελάς πιά. Με τα χάλια μου γελάς καμιά φορά έτσι όπως μ’ έχεις καταντήσει. Δεν μιλάς. Διαβάζεις την εφημερίδα σου στον καναπέ του σαλονιού με ανοιχτή την τηλεόραση. Αλήθεια, τόσες φορές σου ‘χω πει πως με ζαλίζει αυτό το χαζοκούτι. Κι αυτές οι λέξεις, τόσες λέξεις και πόσο μελάνι για να φτιαχτούν και πόσα χαρτιά για να γατζωθούν πάνω τους. Ξέχασες τι ήταν κάποτε για σένα μια εφημερίδα; Κάποτε ήταν καραβάκι που αρμένιζε στο γάργαρο ρυάκι και μαζί την ακολουθούσαμε με τα κλαδιά στα χέρια διασχίζοντας το δάσος. Άλλες φορές γινόταν αεροπλάνο που έπεφτε από ψηλά στο πεζοδρόμιο κι εμείς γελούσαμε με τους περαστικούς. Μετά πάλι έφτιαχνες καπέλα και μάσκες και βγάζαμε τις γλώσσες μας από τις τρύπες για να φιληθούμε. Τώρα διαβάζεις την εφημερίδα κι εμένα που σε τραβάω από το χέρι μου δίνεις μια και πέφτω στο κρύο πάτωμα. Μακάρι να ‘κανες το ίδιο σε αυτές τις ανόητες λέξεις που σε πολιορκούν, να πέσουν επιτέλους στο πάτωμα να παγώσουν και να σπάσουν. Δεν θυμάμαι πότε ήταν που η εφημερίδα πήρε τη θέση μου στα χέρια σου, το ξέχασα. Αλλά άκου. Ήρθαν οι φίλοι σου. Άφησέ τους να μπουν μέσα. Αφού δεν μιλάς μ’ εμένα πιά, τουλάχιστον μίλα με αυτούς. Μίλα τους κι αν έχεις διάθεση άκουσέ τους κιόλας. Μπορεί να θυμηθείς πολλά που ‘χεις ξεχάσει. Ίσως κι εμένα.

Είμαι γυμνή στο πάτωμα κάθε φορά που φεύγουν. Μετά μαζεύω τα ρούχα μου, ντύνομαι σιωπηλά και πέφτω στο κρεβάτι μαζί σου κουβαλώντας την ντροπή μου. Δεν μ’ ακούς που σιγοκλαίω για χάρη σου. Τότε εσύ χαμογελάς, το είδα αυτό το χάραγμα στα χείλη σου που μοιάζει με το φως καθώς εισβάλλει τα πρωινά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Προσπαθώ να περάσω το χέρι μου γύρω από την πλάτη σου κι εσύ γυρνάς πλευρό και κοιμάσαι. Ποτέ όμως δεν μπορείς να με αποφύγεις. Πάντα είμαι στο μυαλό σου και το ξέρω καλά αυτό κι ας μην το εξομολογείσαι. Είμαι ακόμα δική σου, μην το ξεχνάς, όσο κι αν δεν το θέλεις, όσο κι αν δεν το θέλω, θα με έχεις, όσο κι αν με πονάς. Πόσες φορές ευχήθηκα να μην ξημερώσει. Πόσες φορές είπα να φύγω καθώς εσύ κοιμάσαι. Άλλες τόσες παρακάλεσα να με θυμηθείς όταν ξυπνήσεις. Κοιμάσαι και ξυπνάς ίδιος και απαράλαχτος. Ανοίγεις τα μάτια, κλείνεις τα μάτια και η ζωή σου σε προσπερνάει. Κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει να σε φροντίσω, να σε νοιαστώ, να σε οδηγήσω εκεί που ήμασταν παλιά. Αυτό θα κάνω. Έστω και με το ζόρι.

Ανοίγεις τα μάτια σου. Προσπαθώ να μείνω δυνατή. Δεν μιλάω. Σηκώνεσαι νωχελικά, μπαίνεις στο μπάνιο και σε ακολουθώ. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Σφίγγω τα δόντια μου και αρχίζω.
- Ποιος νομίζεις πως είσαι;
Σιωπή. Φόβος με κυριεύει στο σκληρό σου βλέμμα που αντανακλάται στον καθρέφτη και πέφτει στα μάτια μου.
-Βούλωσέ το πρωί πρωί. Δεν βλέπεις τα χάλια σου, που θα μιλήσεις κι από πάνω;
Θυμώνω. Εσύ με έκανες έτσι άθλιε. Εσύ φταις για όλα. Εσύ που δεν με νιώθεις πια. Αυτά θα ήθελα να πω αλλά δεν τολμώ να μιλήσω. Η έκφραση του προσώπου μου όμως με προδίδει. Σηκώνεις τη γροθιά σου και την προσγειώνεις δυνατά στον καθρέφτη, που ραγίζει και σπάζει. Πέφτεις με τα μούτρα μέσα στο νιπτήρα. Κλαις. Για πρώτη φορά στη ζωή μου σε βλέπω να κλαις. Τώρα πονάω ακόμα πιο πολύ. Μαζεύεσαι, σηκώνεσαι πάλι όρθιος και κοιτάς το είδωλό μου μέσα από τον κατεστραμμένο καθρέφτη.
-Ήρθε η ώρα να φύγεις από εδώ.
Στο άκουσμα αυτής της φράσης δεν πρόλαβα να αντιδράσω. Χαχανίζοντας υστερικά αρπάζεις ένα μεγάλο κομμάτι γυαλιού από το σπασμένο καθρέφτη. Το σφίγγεις στη χούφτα σου και το αίμα κυλάει πάνω στη γυάλινη επιφάνεια. Με μια απότομη κίνηση γυρίζεις προς το μέρος μου και καταφέρνεις ένα γρήγορο χτύπημα μέσα στο μάτι μου. Μετά στο άλλο μάτι. Σβήνω.

Η πόρτα σπάζει με κρότο και δυο αστυνομικοί με τα όπλα παρατεταμένα μπαίνουν στο διαμέρισμα. Κάποιος είχε ακούσει κραυγές και κάλεσε την αστυνομία. Σε βρίσκουν στο πάτωμα γυμνό, λυπόθυμο, γεμάτο αίματα. Ο γείτονας μιλώντας στους αστυνομικούς αποκαλύπτει ότι σε είχε από καιρό φοβηθεί, όταν σε είχε πιάσει μερικές φορές να ανοίγεις την πόρτα για να μπουν στο σπίτι οι δήθεν φίλοι σου και μετά με τις ώρες κουβέντιαζες μαζί τους στο άδειο διαμέρισμα έχοντας ανοιχτή την τηλεόραση. Ποτέ δεν είχες πει μια καλημέρα στους γειτόνους σου, αντικοινωνικό κάθαρμα, τόσα χρόνια που ζεις μόνος σ’ αυτή την πόλη χωρίς φίλους, χωρίς γκόμενα και χωρίς έναν άνθρωπο να αλλάξεις μια ζεστή κουβέντα.
Σε εγκατέλειψα τελικά. Σε άφησα μόνο. Εγώ, η ψυχή σου, η φωνή της λογικής σου. Με κούρασες και τελικά σε βαρέθηκα. Το πήρα απόφαση και πέρασα στην άλλη πλευρά για να ηρεμήσω. Έχω κλειστά τα μάτια για να μπορώ να δω καλύτερα τις ωραίες μέρες, τότε που ακόμα είμασταν παιδιά. Δεν θα γυρίσω κοντά σου και το ξέρεις καλά αυτό. Τώρα είσαι μέσα στο ασθενοφόρο, τυφλός και πιο τρελός από ποτέ. Σου έχουν δέσει τα μάτια με γάζες. Τα χέρια σου είναι δεμένα στο φορείο. Σε οδηγούν στο ψυχιατρείο. Αύριο, ποιος ξέρει που.


του Τοιχωρύχου

Ετικέτες


Permalink για το "Κλείσε τα μάτια για να δεις"

30.5.07

MIΚΡΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝH

Οι γυναίκες τον αποφεύγουν
οι άντρες τον εχθρεύονται·
φυλάσσουν τ’ αγόρια τους

απ’ το ν’ ακούσουν τα λόγια του
τα κορίτσια τους

απ’ το να δουν τα μάτια του.
Σχεδόν εξαθλιωμένος
περιφρονούμενος σκληρά
όμως σκληρότερα περιφρονώντας
αυστηρός
με τις πράξεις του σημαίνει
την ευγενή αλητεία της ποίησης.



© Θεοδόσης Βολκώφ

Ετικέτες


Permalink για το "MIΚΡΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝH"

21.5.07

Η καρπουζόφλουδα

Αφιερωμένο

στην Anna-Silia με χαρά και αγάπη και την ευχαριστώ για την πρόσκληση της!

στην κόρη της Μαρίας.

***

Συναντηθήκαμε τυχαία σ΄ένα παλιό βιβλιοπωλείο της Σανταρόζα που δεν υπάρχει πια, κοιταχτήκαμε στα μάτια κι εκείνη χαμογέλασε μ΄ένα χαμόγελο που έμοιαζε με φωταγωγημένο ανοιχτό γραμματοκιβώτιο.

-Μετά από δω θέλεις να περπατήσουμε μαζί?

Μου έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει λέξη.

Βγήκαμε στο δρόμο και βαδίσαμε προς το Σύνταγμα.

Περάσαμε μέσα από την Πλάκα κατεβήκαμε τη Βεϊκου και συνεχίσαμε στη Θησέως με κατεύθυνση προς τη θάλασσα.

Περπατούσαμε χωρίς σκοπό, χωρίς ούτε μια στιγμή να ρωτήσει ο ένας τον άλλον που πάμε.

Μιλούσαμε ήρεμα και χαλαρά, για όλα και για τίποτα, γι΄απλα κι ασήμαντα και ήταν όλα πολύ ενδιαφέροντα.

Ήταν 20 χρόνων.

Σπούδαζε στο Παρίσι αρχιτεκτονική και μουσική, ήταν εδώ για διακοπές.

Μελαχρινή, ίσια πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμο δέρμα, μεγάλα μαύρα μάτια και δυο μεγάλα μαύρα φρύδια, τα οποία δεν είχαν έρθει ποτέ σε επαφή με το τσιμπιδάκι, που έμοιαζαν σαν δυο τεράστιες καλλιγραφικές περισπωμένες σε μια εποχή που το πολυτονικό ήταν στις μεγάλες του δόξες.

Φορούσε μόνο ένα μαύρο φουστάνι χωρίς μανίκια, με ανοιχτό μπούστο.

Περνώντας από την πλατειά Δαβάκη, η Μαρία, εγώ και ο ήλιος, σχηματίζαμε ένα ορθογώνιο, (πολύ)ανισοσκελές τρίγωνο.

Ο Αύγουστος είχε γυρίσει το διακόπτη του ήλιου στο 3, η άσφαλτος κάτω απ΄τα ποδιά μας είχε μαλακώσει πολύ κι έμοιαζε με λιωμένο μαύρο λίπος.

Ένοιωθα σα να περπατάμε πάνω σε μια γιγαντιαία φάλαινα η οποία κουβαλούσε το κόσμο στην ράχη της.

Συνεχίζαμε να πορευόμαστε ενώ ο ιδρώτας έτρεχε από κάθε πόρο του δέρματος μας, είμαστε σα δυο κινούμενοι ζωντανοί θερμοσυσσωρευτές.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι από ανθρώπους, η πόλη σχεδόν έρημη και μόνο μερικοί κοπρίτες, καβατζωμενοι σε διάφορα επίσης σοφά επιλεγμένα σημεία, με τη γλώσσα έξω σαν τεραστία παντόφλα, ανάσαιναν βαριά και κοφτά προσπαθώντας με δυσκολία να εξασφαλίσουν μερικές μπουκιές οξυγόνου για εσωτερική κατανάλωση.

Μέσα σ΄αυτή την πλήρη άπνοια ήταν φυσικό: Δεν φυσούσε, ρουφούσε!

-Τι κόλαση είναι αυτή? ρώτησα.

-Είναι απλώς μια ζεστή μέρα στον παράδεισο!

Η φωνή της ήταν σιγανή, σχεδόν ψυθιριστή γεμάτη από γλυκεία ηρεμία.

Κατάλαβα ότι ήταν η πρώτη ηλίθια κουβέντα που είπα από όταν την γνώρισα κι ότι αυτό το κορίτσι, που βάδιζα δίπλα του, κουβαλούσε πολύ σοφία στα εσωτερικά του μπαγκάζια.

Βαδίζαμε στο αριστερό πεζοδρόμιο.

Στη συμβολή της Θησέως με τη Άκρα είχε στήσει το καρότσι του, ένα μικρό βουνό από καρπούζια που σχηματίζανε μια πράσινη πυραμίδα.

Είχε τοποθετήσει την καρεκλά του κάτω από μια ξεθωριασμένη ομπρελά δίπλα στην πυραμίδα του και καθότανε λοξά, σε μια στάση που φαίνεται να τον βόλευε, με το ένα πόδι πάνω στ΄άλλο.

Μ΄ένα μαντίλι λερό σκούπιζε συνεχώς τον ιδρώτα ο οποίος έτρεχε στο πρόσωπο του που είχε το βαθύ χρώμα της σοκολάτας.

Ήταν ο μόνος άνθρωπος που υπήρχε στο δρόμο και έμοιαζε να το απολαμβάνει.

Ο βασιλιάς της έρημης λεωφόρου!

Πλησιάσαμε, με μια κίνηση, χωρίς να πει λέξη, πήρε το μεγάλο μαχαίρι και τοχωσε σ΄ ένα μεγάλο καρπούζι που άνοιξε τρίζοντας.

Επανέλαβε την κίνηση, δυο φορές ακόμα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μας με φυσικότητα, σαν έμπειρος καρπουζοκαρδιοχειρουργος κρατώντας στα χέρια του τη ματωμένη καρδιά του καρπουζιού.

Μας κοίταξε με δυο μάτια που οι κόρες τους έμοιαζαν με ανάμενα καρβουνά, ύψωσε την καρδιά μπροστά μας και την προσέφερε στο κορίτσι.

Μετά ήλθε κι δική μου σειρά.

Η Μαρία έβαλε βαθιά στο στόμα της το δικό της κομμάτι κοιτάζοντας τον στα μάτια, ο χυμός πλημμύρισε απ΄ τα χείλη της, και ακολουθώντας τη διαδρομή από το σαγόνι ως το λαιμό, σαν μικρό κόκκινο ποτάμι χανόταν ανάμεσα στα στήθη της.

Ύστερα, με μια πολύ φυσική κίνηση, έσκυψε και κάθισε στο ρείθρο του πεζοδρομίου, χωρίς καμία ανησυχία για το μαύρο φουστάνι της.

Την μιμήθηκα κάνοντας το ίδιο, κάθισα δίπλα της.

Αυτός σηκώθηκε από την θέση του.

-Έλα να καθίσεις στην καρέκλα να ξεκουραστείς στη σκιά.

Ήταν η πρώτη κουβέντα που ειπώθηκε μεταξύ μας.

Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά. Μετά, αυτός, πατώντας ένα πλήκτρο του μεγάλου ραδιοκασετόφωνου που ήταν στηριγμένο στην άκρη του καροτσιού γέμισε τη λεωφόρο του Αυγουστιάτικου μεσημεριού με μουσικές που για πρώτη φορά άκουγα:

Από το πάρκο στη Μυροβόλο

το μηχανάκι αστράφτει στο ήλιο

αντανακλά το χαμόγελο σου

και μ΄εκτινασει στο φως!

Τα΄αχτενιστα μαλλιά σου καλέ μου

χθες ήταν καλοχτενισμένα

κι οι μπότες που δε φοράς ποτέ σου

είχανε γίνει σύμβολο

Να πεις του μπαμπά σου όταν σε φιλάει

να μην φοράει τα μαύρα γυαλιά

γιατί σκιάζουν τα ωραία σου μάτια

και μες΄τη σκιά τους άλλους κοιτάς.

Από το πάρκο στη Μυροβόλο

το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο

αντανακλά το χαμόγελο σου

και με διαλύει στο φως!

Έγειρε προς το μέρος μου και κλείνοντας τα μάτια με φίλησε κρατώντας στο χέρι της την καρπουζοφλουδα.

Ο άνθρωπος με τα μάτια-κάρβουνο μας κοιτούσε μ΄ ένα όμορφο συναίσθημα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

Σηκωθήκαμε, τον πλησίασε και τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο, τα καρβουνά σπιθοβολήσανε από ευτυχία.

-Κάνει πολύ ζεστή, γιατί δεν καθόσαστε να ξεμεσημεριασει?

-Όχι και τόσο πολύ, του απάντησα, είναι απλώς μια ζεστή μέρα στον παράδεισο!

Συνεχίσαμε την πορεία μας πάνω στη φάλαινα κατηφορίζοντας προς τις Τζιτζιφιές.

Δεν θέλαμε να …ξεμεσημεριασει!

Υ.Γ.

Η καρπουζοφλουδα αυτή στάθηκε το εμπόδιο ανάμεσα στη Μαρία και τις σπουδές της.

Ο δρόμος της άλλαξε, ή μάλλον δημιουργήθηκε μια παράκαμψη, αφού η κόρη της η Φαίδρα συνεχίζει από κει που αυτή είχε μείνει.

Αρχιτεκτονική και μουσική στο Παρίσι!

Τη γνώρισα πέρσι το καλοκαίρι (ίδια η μανά της).


Ο Θείος Ισίδωρος

Ετικέτες


Permalink για το "Η καρπουζόφλουδα"

9.5.07

Αδιάβροχος κόσμος

….Όμως πολύ αργότερα άρχισα να καταλαβαίνω.
Δεν ήταν ακριβώς στην πρώτη. Ούτε στη δεύτερη. Στήν τρίτη ήταν. Την πιο καλή.
Η καλή μου, η απλή μου, με δυσκόλεψε περισσότερο. Αυτή που, κατά πάσα πιθανότητα, είχε γλυστρήσει απ’ το μπαούλο.
Δεν την είχα αναζητήσει. Δεν την είχα διεκδικήσει. Δεν είχα ψάξει πουθενά για να την βρω. Ήρθε μόνη της. Απλώς. Και με συνάντησε. Απλώς. Η μάλλον, για να είναι κανείς ακριβής, δεν ήρθε, φάνηκε!
Σαν η θέση της να ταν πάντα εκεί. Σαν κάπου εκεί, μέσα μου, ν’ άνοιξε ένα παντζούρι και... Φάνηκε. Μπήκε. Κάθισε.
Αργούσα. Πάντα μου αργούσα να καταλάβω.
Συνήθως έπαιρνα είδηση τα πράγματα πολύ καθυστερημένα. Ίσως και μήνες μετά. Έτσι που, σ’ αυτή τη περίπτωση να μπορείς να πεις με σιγουριά πως, τ’ ότι κιόλας με την τρίτη φορά άρχισα να καταλαβαίνω, αποτελούσε ήδη ένα εξαιρετικό περιστατικό για τα δεδομένα μου . Αυτή η συναισθηματική μου βραδύνοια ήταν βασανιστική.
Ξεκινούσε απ τα μικρά κι έφτανε ως τα σημαντικά. Στον έρωτα, για παράδειγμα, θα την έλεγες, αλίμονο, οδυνηρά ακυρωτική. Κατά κανόνα αυτός (ο έρωτας), ερχόταν, περνούσε από πάνω μου, έφευγε κι εγω, ακριβώς μετά, μετά τη απομάκρυνση, μετά την φυγή, μετά κι αυτή την απουσία ακόμη-ακόμη, άρχιζα –κι αυτό όχι σ’ όλες τις περιπτώσεις- να καταλαβαίνω τι αισθάνομαι. Ποτέ νωρίτερα, ποτέ εξαρχής, ποτέ στο παρόν του πράγματος. Σαν να μουν φτιαγμένος να νιώθω την νοσταλγία του αισθήματος περισσότερο παρά το αίσθημα το ίδιο. Την υπόνοιά του κι όχι αυτήν την πραγματικότητά του.
Σαν… σαν να ήμουν αδιάβροχος! Ένας άνθρωπος αδιάβροχος στην υγρασία των αισθημάτων και των συγκινήσεων. Αυτό δεν το είχα επιδιώξει, δεν το είχα καλλιεργήσει, δεν το είχα κατασκευάσει, δεν είχα γίνει. Ήμουν. Ή απλώς είχε συμβεί. Δεν ήξερα πως γίνεται να φοράς νταλακαλόκαιρο, ας πούμε, ένα κίτρινο αδιάβροχο, ιδίως όταν ουδέποτε έχεις μαλώσει με τη βροχή, η με οποιοδήποτε άλλο φυσικό φαινόμενο. Γιατί περιέργως κάτω από το αδιάβροχό μου, λειτουργούσε ένα άλλο σύμπαν -θα το έλεγες μάλιστα βροχερό-. Ένα σύμπαν όπου τα καιρικά φαινόμενα συνέβαιναν κανονικά, εναλλάσσονταν κανονικά, έσβηναν κανονικά, διαδέχονταν το ένα το άλλο κανονικά αλλά.. μόνο για μένα . Ήταν ο καιρός στον πλανήτη του ενός. Στον πλανήτη των άλλων, στον πλανήτη με τους άλλους, τα πράγματα ήταν διαφορετικα. Εκεί, ο ασώματος καιρός των αισθημάτων, εκεί, ο αδιάβροχος καιρός του κόσμου.

Μερικές φορές ωστόσο, κάποια από τις σταγόνες που κατερχόταν την λεία επιφάνεια του κίτρινου πανωφοριού έβρισκε ένα άνοιγμα, μια ρωγμή, η μια τρύπα ανάμεσα στις τσέπες, η από κουμπί σε κουμπί, η εκεί στο σβέρκο, στο σημείο που η κουκούλα συνδεόταν με τον γιακά. Απο τό σημείο αυτό περνούσε το πανωφόρι και πότιζε το δέρμα μου. Λίγο μετά, η σταλαγματιά εκείνη, θα γινόταν ένα με το ύδωρ των σπλάχνων, μεταφέροντας απ’ άκρη σ άκρη στον οργανισμό μου το αναγνωρίσιμο στίγμα του «άλλου» που ανοίκειος έμεινε και τότε...
…θα ταν πια πολύ αργά να φέρω πίσω την βροχή. Να φέρω πίσω εκείνο που ήταν νά βιωθεί μα γλίστρησε στην αδιάβροχη πάνω επιφάνεια κι εχάθη.
Και τα πράγματα θα ‘σαν απλά αν έτσι το χα επιλέξει, αν είχα επιδιώξει αυτήν την κατάσταση κι αν μάλιστα προμηθευόμουν αδιάβροχα από καιρό σε καιρό για τον σκοπό αυτό ακριβώς. Όμως έτσι δεν ήταν. Δεν το είχα επιλέξει, δεν είχα μπει εθελοντικά σ αυτό το κίτρινο, δεύτερο, δέρμα. Για χρόνια δεν αναγνώριζα την παρουσία του πάνω μου, δεν ήξερα καν ότι το είχα, κανείς δεν μου είχε πει ποτέ κάτι γι αυτό και πάντα ξαφνιαζόμουν όταν, καθυστερημένα πλέον, ένιωθα!
Και περνούσα, είναι αλήθεια, πολύ δύσκολες ώρες κάθε φορά. Γιατί ο πόνος που βίωνα δεν ήταν μόνο πόνος ψυχικός ήταν και πόνος σωματικός. Πόνος αιχμηρός κι ιδιαίτερος. Ο πόνος του έρωτα που αντιλήφθηκα αργά, σαν είχε πια περάσει, είχε την οδύνη του προκρούστειου μαρτυρίου. Ήταν σαν να ‘μουν εγω ο λιγότερος. Ο που δεν χωρούσα ακριβώς. Όχι εκείνος που περίσσευε, ό που δεν χωρούσε. Έσκυβε τότε πάνω μου, σκιά ανελέητη, ο ματαιωμένος έρωτας, μου τέντωνε τα μέλη με μανία, χέρια και πόδια , άκρη με άκρη, σαν φυτό που το τραβούν για να το κόψουν από τη ρίζα και βγάζει υπόηχο στριγκό, οξύ, μακρόσυρτο, οδύνης ήχο τρομακτικό, που αυτί ανθρώπου κανένα δεν μπορεί να το ακούσει. Πονούσα τότε, ανομολόγητα πονούσα. Πονούσα για το τίποτα! Κι αυτό το τίποτα ήταν ένας πόνος-κόσμος. Αρρητος, αδάκρυτος κι αθρήνητος.

Η ίαση του μηδενός έπαιρνε πάντα πολύ χρόνο. Η περίοδος της ανάρρωσης άρχιζε την ίδια τη στιγμή της συνειδητοποίησης του βιώματος, αφού αυτή η καθυστέρηση στην κατανόηση των συναισθημάτων μου, με υποχρέωνε αμέσως μετά την οδυνηρή διαπίστωσή τους -και σχεδόν ταυτόχρονα- να περνάω άμεσα στην κατάσταση της διαγραφής τους. Η περίοδος αυτή κρατούσε δυσανάλογα πολύ, έως μήνες, συνοδευόταν από αϋπνίες, κρίσεις πανικού, στιγμές βαθιάς απελπισίας, ζοφερά αισθήματα ανεπάρκειας, ανακοπές της αναπνοής για παρατεταμένα δευτερόλεπτα που έφταναν μέχρι το ρεκόρ του ενός λεπτού και κάτι, έρπητες διάφορων μορφών ως την μεταλλαγή ακόμα στο χρώμα του δέρματος.
Στις καλύτερες των περιπτώσεων έπαιρνα το δρόμο. Εναέριο, επίγειο, η ενάλιο δεν είχε σημασία, αρκεί η απόσταση να διασκέδαζε την οπτική του τοπίου των γεωγραφικών συντεταγμένων της ψυχικής μου εκδοράς και τότε μόνο μπορούσα ακόμη και να κλάψω. Πήγαινα κι έριχνα τα δάκρυά μου στον Τάμεση, τον Σηκουάνα, το Δούναβη πάντα χειμώνα και πάντα ώρα που ψιλόβρεχε. Οι πλανόδιοι μικροπωλητές των ποταμών ήσαν άψογα διακριτικοί κι άψογα αδιάφοροι. Περιστατικά σαν το δικό μου, τους έβρισκαν μάλλον συνηθισμένους και δεν έδιναν σημασία. Πριν κάποια χρόνια ωστόσο, στο Παρίσι, ο κανόνας επιβεβαιώθηκε στην εξαίρεσή του. Κάποιος απ’ αυτούς τους ανέμελους τύπους που πουλάνε γκραβούρες διαλογής στις όχθες του Σηκουάνα, με πλησίασε με άγγιξε στο βραχίονα και κοιτάζοντάς με ευθεία στά μάτια μου μίλησε σιγανά σε μια άγνωστη γλώσσα. Κι αυτό , αρκούσε. Για να πώ τα πάντα. Όλα. Με λεπτομέρειες. Λέξη προς λέξη, στα ελληνικά! Kι εκείνος, ο άνθρωπος που δεν μιλούσε τη γλώσσα μου, άκουσε! Λες κι αυτό που χρειαζόταν για να σπάσει το φράγμα, να μην ήταν παρά ο διπλασιασμός της ξενητείας, το διπλό αίσθημα του ξένου, του τόπου και της γλώσσας κι η λέξη του άγνωστου αφή πάνω στις δικές μου άγνωστες λέξεις.
Λίγους μήνες μετά βρήκα την πρώτη . Tήν πρώτη μου ιστορία αγάπης.


Υ.γ. Να μου πείς πώς σου φαίνεται ή ιδέα του πρωτοπρόσωπου α’ γένους αφηγητή . Να στείλεις λεφτά γιατί έχω ξεπνεώσει. Νά μην ξεχάσεις πάλι να μου φιλήσεις την Ελένη. Να φροντίσεις νά συναντηθούμε πριν ασπρίσουν τά μαλλιά σου. Την πρώτη τήν εχω βαφτίσει Όλγα..Δεν έχω ιδέα πώς, τήν Τρίτη. Μου λείπετε.

Olyf

Ετικέτες


Permalink για το "Αδιάβροχος κόσμος"

2.5.07

Tο σπίτι μου

Το σπίτι μου ήταν πάντοτε ο εχθρός μου. Εκτός από το πατρικό, αλλά
νωρίς ξεμπέρδεψα και μ' αυτό. Τα άλλα; Μην τα ρωτάς καλύτερα. Να σου
πω, ψέματα δε σου λέω: Μπορεί καμιά εικοσαριά. Βάλε εσύ με το μυαλό
σου, πόσα ονόματα, πόσες διευθύνσεις, πόσες γειτονιές, πόσοι
περιπτεράδες, ταχυδρόμοι, πιτσαδόροι, καθυστερημένα νοίκια,
λογαριασμοί της ΔΕΗ, ιδρωμένα σεντόνια, αρώματα αιδοίου. Στην αρχή ένα
δωμάτιο χωρίς τουαλέτα. Ύστερα με τουαλέτα, δύο δωμάτια με μπάνιο, δύο
μπάνια με τέσσερα δωμάτια, σκρίνια και καναπέδες, πεθερές με τα
εγγόνια τους, βάλε με το μυαλό σου.

Έϊ, έξυπνε! Νομίζεις ότι βρήκες τον εχθρό μου; Αμ δε! Ο εχθρός μου
ήταν το ίδιο το σπίτι μου. Βρε τι πυξίδες για να κάτσει το πωστολέν
φεινχσούι, τι διχάλες για να ελέγξουμε τη ραδιαίσθηση, τι αγιασμοί,
κώλο κάτω δεν έβαλα, κι ένα στιχάκι δεν έγραψα. Ούτε ένα τραγουδάκι.
Μακριά απ' το σπίτι μου; Με το στυλό του μπάρμαν γέμιζα τις
χαρτοπετσέτες, στα τραίνα, στα καράβια, στις αίθουσες αναμονής. Μη σου
πω και για τις μουσικές: Τι χορδές και τι δοξάρια, τι τραγούδια και
λογάκια, μα στο σπίτι; Μούγκα! Με το που το νοίκιαζα, έψαχνα ήδη για
το επόμενο. Ώσπου μια μέρα σήκωσα το κεφάλι και σκαρφάλωσα πάνω στην
κερασιά.

Αυτό ήταν κύριε Φρόυδ μου. Μια παλαιολιθική μαϊμού έγινε ένα με τον
κορμό της κερασιάς και μη σου πω τι είδε: Τον κόσμο ανάποδα, τόση
φασαρία για το τίποτα, πού τρέχετε ευλογημένοι, ανεβείτε πάνω στο
δέντρο να γλιτώσετε!

Χρόνια τώρα ζω πάνω σε μια καρυδιά. Μυρίζω τα πλατιά της φύλλα,
μασουλάω την καρυδόψιχα και σιγά-σιγά απολιθώνομαι. Με τραβάει το
χώμα, ως πότε θα αντιστέκομαι, καιρός να γίνω ενεργός άνθραξ για τις
τελευταίες εστίες πυρός.



Αλέκτωρ

Ετικέτες


Permalink για το "Tο σπίτι μου"

27.4.07

Γαλανά, Καθάρια μάτια… σαν τον Καλοκαιρινό Ορίζοντα



Τον θυμάμαι χρόνια πριν… Καθόταν στην βεράντα, χειμώνα-καλοκαίρι. Και πίσω του η δίφυλλη μπλε πόρτα με το μπρούτζινο χεράκι. Φορούσε πάντα γιλέκο και μισό-τριμμένο μάλλινο παντελόνι. Πίσω του οι δυο λόφοι, σαν να τον προστάτευαν. Ήταν τόσο γέρος που οι ρυτίδες που σχηματίζονταν στο πρόσωπό του, έμοιαζαν με χαραγμένο χάρτη… Μιας χώρας άγνωστης. Ήταν ένας άνδρας μειλίχιος, γεμάτος αισθαντικότητα και αγαθοποιός, όπως έλεγαν όλοι στο χωριό, που αν και χτυπημένος από τη ζωή και τη μοίρα (ή είναι το ίδιο και το αυτό η ζωή και η μοίρα; Τέλος πάντων) αντιμετώπιζε τα πράγματα με κουράγιο εντυπωσιακό. Η αγροικία ήταν παλιά, βασανισμένη από τον χρόνο, έμοιαζε τόσο ταιριαστή με τον ιδιοκτήτη της. Κτίριο με παλιά κεραμίδια, ασπρισμένους τοίχους, μερικές φορές ο κατεστραμμένος σοβάς έδειχνε την στιβαρή πέτρα που στήριζε το κτίριο.

Την πρώτη φορά που τον είχα δει, τέλος Δημοτικού πρέπει να ήμουν, καλοκαίρι ήταν, τον είχα φοβηθεί. Κοιμόταν και εμείς οι ‘σπόροι’ της γειτονιάς είχαμε όρεξη για σκανταλιές. Εγώ ειδικά, είχα πρόσφατα χάσει τον πατέρα μου και δεν με χωρούσε ο τόπος. Ο ουρανός, στιγμιαία, είχε σκεπάσει με το αιθέριο πέπλο του τον καυτό ήλιο. Και εκείνος σαν να το κατάλαβε, άνοιξε τα μάτια του μονομιάς. Και πέτυχε εμένα το βλέμμα του να τον παρατηρώ ανάμεσα από τα ξύλινα κάγκελα. Μάτια τόσο καθαρά και γαλανά, όσο μια καλοκαιρινή μέρα. Ίσως περίμενα μάτια γέρικου, σχεδόν τυφλού σκύλου και βρήκα μάτια παιχνιδιάρη έφηβου. Από τότε άρχισε η διαδικασία γκρεμίσματος των στερεοτύπων που είχα στο μυαλό μου… Να μην πιστεύω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, αλλά αυτό που κρύβει η καρδιά του καθενός που είχα απέναντί μου. «Έλα εδώ εσύ!» ήταν οι πρώτες του κουβέντες με τη βροντερή του, γενναιόδωρη φωνή.

Εγώ είχα χάσει τον πατέρα μου, παππού δεν γνώρισα και εκείνος ήταν μόνος στη ζωή. Ο ένας μας συμπλήρωνε σαν δεκανίκι τον άλλο… Ο ένας σπασμένο πόδι, ο άλλος χέρι. Πότε τα καταφέρναμε να ισορροπούμε, πότε όχι. Αλλά αυτή η ιδιόμορφη, καθημερινή παρέα μας άρεσε. Και τις περισσότερες φορές στη βεράντα. Χειμώνα-Καλοκαίρι. Εκείνος ήταν στη δύση της ζωής του και εγώ στην ανατολή… Η μάνα μου θορυβημένη θετικά από την εξέλιξή μου από μέτριο και αδιάφορο μαθητή σε καλό, ερχόταν πότε να μας φέρει πίττα, πότε να μας φέρει φασόλια-σούπα και ζυμωμένο ψωμί και μας παρατηρούσε σιωπηλά. Μας τάιζε και μας νοιαζόταν και τους δυο. Διάβαζα να περάσω στο Πανεπιστήμιο με δική του προτροπή, αφού στο μεταπολεμικό χωριό μου, το φροντιστήριο ήταν πολυτέλεια. Αλλά εκείνος με έσπρωχνε… Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, ήξερε να με καθοδηγεί και μου ενέπνεε σιγουριά εκεί που δεν είχα δράμι. «Μόλις γίνεις φοιτητής, ξέχνα τα κοντά παντελονάκια! Κύριος σωστός θέλω να γίνεις. Άνθρωπος καλλιεργημένος! Ότι έχεις στο μυαλό σου ποτέ δεν πρόκειται να στο πάρει κανείς… Εκεί χτίζεις τώρα.» μου έλεγε και με προέτρεπε να συνεχίσω το διάβασμα. Συγκεκριμένα, κάθε απόγευμα πήγαινα εκεί και διάβαζα δυνατά τύπους φυσικής, ενώσεις χημείας, ανώμαλα ρήματα και ουσιαστικά, ιστορία… Και εκείνος εκεί, να με στηρίζει απλά ακούγοντας την ανάγνωσή μου.

Αφού πέρασα στο Πανεπιστήμιο, κάτι που για εκείνον ήταν απόλυτα φυσικό, για λίγο, ξέχασα τη μάνα, το χωριό, τους φίλους μου που έμειναν εκεί να καλλιεργούν τα χωράφια και τον κυρ-Γιάννη. Η Αθήνα, η Μητρόπολη ήταν ελκυστική, γεμάτη ήχους, χρώματα, αρώματα, φώτα όλη τη νύχτα, φλερτ, σπουδές… Τόσα πράγματα μπροστά μου και εγώ τόσο άπειρος και διψασμένος... Εκείνο το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου. Είχα να τον δω μήνες ολόκληρους αφού οι μετακινήσεις τότε ακόμα δεν ήταν εύκολες ούτε και τα λεφτά τα ξεκολλούσε η χήρα μάνα μου από τον τοίχο, και το χαρτζιλίκι που έπαιρνα στις οικοδομές όσα σαββατοκύριακα δούλευα μου κάλυπταν προσωπικές ‘πολυτέλειες’ όπως βιβλία, τυρί ναξιώτικο και κανένα μπουκάλι βερμούτ. Ρωτούσα τη μητέρα μου από το τηλέφωνο για εκείνον και εκείνη μου έλεγε ότι του πήγαινε φαγητό, ψωμί, φάρμακα και καραμέλες που τόσο του άρεσαν. Η οικογένειά μου τον είχε ‘υιοθετήσει’. «Έχει καταπέσει Κώστα μου… ο παππούς. Φώναξα και γιατρό προχθές. Δεν τον βλέπω καλά. Εσύ τρως καλά;» Μου είχε πει η μητέρα μου το προηγούμενο Σάββατο που την είχα πάρει.

Εκείνο το βράδυ είχαμε μεθύσει με βερμούτ και υποσχέσεις από όμορφες κοπέλες και αδιάκοπο φλερτ με το φεγγάρι και τη θάλασσα. Και είχα αγοράσει και το πρώτο μου πακέτο με τσιγάρα… Άσσος ήταν, του Παπαστράτου. Μαγική νύχτα. Αλλά ξύπνησα στην πρώτη ώρα… Τον είχα δει να έχει έρθει στο φοιτητικό μου, φτωχικό κοινόβιο. Είχε έρθει πάνω από το προσκεφάλι μου, με ακούμπησε, με φίλησε στο μέτωπο και με αποχαιρέτησε. Θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω με τις κουβέντες του «Εγώ σε είχα σαν γιο και εγγονό μου μαζί. Τους είχα χάσει όλους με την Κατοχή και εσύ με έκανες να θέλω να συμπαθήσω το ανθρώπινο γένος ξανά. Μου χάρισες την αγάπη σου απλόχερα, χωρίς να ζητήσεις τίποτα, μου έδωσες ζωή από τη ζωή σου… Την ευχή μου, αγόρι μου.» και μετά χάθηκε. Η μορφή του έσβηνε σιγά-σιγά. Ξύπνησα με κλάματα.

Το πρωί, ημέρα Κυριακή, πήρα τη μητέρα τηλέφωνο στο μπακάλικο του χωριού. Ώσπου να έρθει η μάνα, ο κυρ-Στάθης μου τα έδωσε τα μαντάτα. «Σου τα είπα Κωστάκη; Ο γέρο-Καιρός*, που φρόντιζε η μάνα σου, ο κυρ-Γιάννης πέθανε…» Εκείνη την ώρα η μάνα του βούτηξε το τηλέφωνο. «Έσβησε… Θα έρθεις;» Με ρώτησε μονάχα. Εγώ μόνο το κεφάλι μου μπορούσα να κουνήσω, καταφατικά.

Σήμερα που σας μιλάω είμαι εξήντα ετών… έκανα οικογένεια, παιδιά, άνοιξα επιχείρηση μόνος μου και επιδιώκω να είμαι Άνθρωπος. Άλλες φορές τα καταφέρνω άλλες όχι… Αλλά έχω τις κουβέντες του μέσα μου. Ακόμα και σήμερα ξέρω ότι έχω έναν φύλακα-άγγελο στο πλάι μου… Όταν η ζωή με αγριεύει με τις κακοτοπιές και τις φουρτούνες της και προσπαθεί να με διαλύσει, εγώ έχω κάπου να πάω… Ανηφορίζω και πάω ακολουθώντας το μονοπάτι στο σπίτι ανάμεσα στους δυο λόφους μέρα καλοκαιρινή και εκεί με περιμένει ο καρδιακός φίλος και θετός παππούς μου να με παρηγορήσει και να με βοηθήσει να βρω τη λύση, μόνος μου… Με τα γαλανά του, καθάρια μάτια να με κοιτά γαλήνια. Γιατί η ζωή μας φέρνει αγγέλους… αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας και να τους αφήσουμε να σταθούν πλάι μας.


*= αυτό το παρατσούκλι είχε γιατί είχε ζήσει χρόνια και κακουχίες.

(Η ιστορία είναι απόλυτα φανταστική. Απλά σε εποχές βρώμικων χαρακτήρων, εξαθλιωμένων καταστάσεων, αδικίας και υποκρισίας, θεώρησα σημαντικό να διηγηθώ μια απλή και καθαρή ιστορία, την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία ψυχής… και το πώς μπορεί κάποιος να αγγίξει την ψυχή ενός παιδιού, ενός ανθρώπου στην εξέλιξή του σε όλα τα επίπεδα).

Υ.Γ.: Ευχαριστώ θερμά το Φιλοξενείο, που μου πρόσφερε το χώρο του για να διηγηθώ αυτή την ιστορία.


Alexandra

Ετικέτες


Permalink για το "Γαλανά, Καθάρια μάτια… σαν τον Καλοκαιρινό Ορίζοντα"